- βλαπτικά
- βλαπτικόςhurtfulneut nom/voc/acc plβλαπτικά̱ , βλαπτικόςhurtfulfem nom/voc/acc dualβλαπτικά̱ , βλαπτικόςhurtfulfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλαπτικάς — βλαπτικά̱ς , βλαπτικός hurtful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γελλώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γυναίκα από τη Λέσβο, που έμεινε έγκυος και πέθανε στον τοκετό. Από τότε έγινε φάντασμα που έπνιγε τα μικρά παιδιά. Συχνά την ταύτιζαν με άλλα βλαπτικά πλάσματα, όπως την Έμπουσα και τη Λάμια. Την έλεγαν παιδολέτειρα και η… … Dictionary of Greek
επηρεαστής — ο (AM ἐπηρεαστής) [επηρεάζω] νεοελλ. αυτός που ενεργεί βλαπτικά μσν. αυτός που επιβάλλει φόρους αρχ. υβριστής, εκείνος που συμπεριφέρεται περιφρονητικά προς κάποιον … Dictionary of Greek
κακωτικός — κακωτικός, ή, όν (AM) [κακώ] αυτός που έχει την τάση να βλάπτει, κακός, επιζήμιος, βλαπτικός. επίρρ... κακωτικῶς (Α) βλαπτικά, επιζήμια … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως … Dictionary of Greek
στοιχειό — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως … Dictionary of Greek